- δαμαληφάγος
- δαμαληφάγος, ο (Α)(για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει ένα ολόκληρο δαμάλι μόνος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαλις + -φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β' τού εσθίω. Το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων (πρβλ. ασπιδηφόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.